
Ο Γιώργος Αγγελόπουλος, ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας που φέτος θα διεξαχθεί στις 8-14 Σεπτεμβρίου 2025 μιλά στο ELLE για το όραμά του: ένα εξωστρεφές, δυναμικό πολιτικό φεστιβάλ που στηρίζει έμπρακτα τους νέους δημιουργούς, υπερασπίζεται την καλλιτεχνική ελευθερία και ενισχύει τη θέση του ελληνικού κινηματογράφου στον παγκόσμιο χάρτη.
Ποιες ήταν οι πρώτες σας προτεραιότητες από τη στιγμή που αναλάβατε και ποιες τώρα λίγες ημέρες πριν λάβει χώρα το φεστιβάλ;
Ανέλαβα καθήκοντα έξι μήνες πριν τη διεξαγωγή του Φεστιβάλ, επομένως είχα στη διάθεσή μου τον μισό χρόνο από όσο συνήθως απαιτείται για την προετοιμασία μιας τέτοιας διοργάνωσης. Αρχική προτεραιότητα λοιπόν, ήταν να διασφαλίσω ότι το Φεστιβάλ θα ανταποκρίνεται στα διεθνή πρότυπα που αρμόζουν στο κύρος του Φεστιβάλ Δράμας. Στη συνέχεια και πάντα με τη στήριξη της ομάδας μου, προχώρησα σε μικρές αλλά ουσιαστικές αλλαγές, ώστε να δοθεί φέτος έστω ένα πρώτο δείγμα από την κατεύθυνση που θέλω να πάρει το Φεστιβάλ στα επόμενα χρόνια. Με βασική πάντα μέριμνα τους νέους δημιουργούς και την ανάγκη να αναδειχθεί το ταλέντο τους.
Τι νέα στοιχεία και ιδέες θέλατε να φέρετε στο φεστιβάλ;
Ένα Φεστιβάλ Κινηματογράφου για να παραμείνει επίκαιρο και επιδραστικό πρέπει διαρκώς να εξελίσσεται. Η πρόκληση είναι μεγάλη κι αυτό ακριβώς την κάνει συναρπαστική. Το Φεστιβάλ Δράμας έχει ήδη χτίσει τη διεθνή του φήμη, αλλά πιστεύω ότι έχει ακόμη μεγαλύτερη δυναμική να διευρύνει την επιρροή του και να ενισχύσει τη θέση του στον παγκόσμιο χάρτη. Ήρθα με όρεξη και πολλές ιδέες, τις οποίες ανυπομονώ να δούμε να ζωντανεύουν. Οραματίζομαι ένα φεστιβάλ πιο εξωστρεφές, με περισσότερες συνέργειες, πιο ενισχυμένα υποστηρικτικά εργαλεία για τους κινηματογραφιστές, ευκαιρίες δικτύωσης και επιμόρφωσης. Ένα οικοσύστημα όπου η καλλιτεχνική δημιουργία θα προστατεύεται και θα ανθίζει.
Σε ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ με τόση ιστορία και με τόσο νεανικό dna υπάρχει χώρος για προσωπικό όραμα;
Πιστεύω περισσότερο στο συλλογικό όραμα, που γεννιέται μέσα από τη συνεργασία, εξελίσσεται καθημερινά και αντανακλά τη δουλειά και το πάθος μιας ολόκληρης ομάδας. Δεν επικεντρώνομαι στο να αφήσω το "προσωπικό μου στίγμα” γιατί μια τέτοια προσέγγιση συχνά γίνεται περιοριστική αντί να είναι δημιουργική. Υπάρχει χώρος για αλλαγές και καθώς δεν με ενδιαφέρει το "γρήγορο" αποτύπωμα, επενδύω στο να χτιστεί κάτι που να έχει διάρκεια και ουσία.

Τι σας συγκινεί προσωπικά στο φορμάτ της μικρού μήκους ταινίας;
Η πρόκληση να συμπυκνωθεί μια ολόκληρη αφήγηση με χαρακτήρες και συναισθήματα μέσα σε λίγα λεπτά, είναι τεράστια κι όταν επιτυγχάνεται ο θεατής βιώνει κάτι μαγικό. Και καθώς οι μικρού μήκους προέρχονται συνήθως από νέους δημιουργούς, προσφέρουν στο κοινό τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με κάτι φρέσκο, διαφορετικό, αντισυμβατικό και "καινούριο". Κι αυτό είναι ζωτικής σημασίας για την ανανέωση της ίδιας της τέχνης.
Το ελληνικό σινεμά μικρού μήκους μεγαλώνει συνεχώς. Ποιες θεωρείτε τις μεγαλύτερες προκλήσεις του σήμερα;
Η μεγαλύτερη πρόκληση για τις μικρού μήκους ταινίες στην Ελλάδα ήταν και παραμένει η εξεύρεση πόρων για την υλοποίησή τους. Ο κινηματογράφος είναι μια ακριβή τέχνη και λόγω του ίδιου του μέσου και γιατί προϋποθέτει τη συμμετοχή πολλών ανθρώπων. Κάθε χρόνο οι ελληνικές μικρού μήκους ταινίες διακρίνονται σε μεγάλα διεθνή φεστιβάλ, παρ’ όλες τις δυσκολίες και τα ελάχιστα μέσα με τα οποία έχουν δημιουργηθεί. Φανταστείτε λοιπόν τι θα μπορούσε να επιτευχθεί με λίγο μεγαλύτερη υποστήριξη.
Το φεστιβάλ έχει μεγαλύτερη σχέση με τους δημιουργούς και το industry ή με το κοινό; Πώς θα θέλατε να τις ενισχύσετε;
Όλες οι προβολές και εκδηλώσεις του Φεστιβάλ αφορούν όσους αγαπούν το σινεμά, επαγγελματίες και μη. Το Short Film Hub για παράδειγμα, προσφέρει εργαστήρια και δράσεις επιμόρφωσης ανοιχτά τόσο σε δημιουργούς όσο και στο κοινό που επιθυμεί να κατανοήσει τι συμβαίνει "πίσω από την κάμερα". Όταν ολοκληρώνεται ένα Φεστιβάλ, θεωρώ σημαντικό όλοι να φεύγουν με ένα αίσθημα πληρότητας και ικανοποίησης, είτε είναι επαγγελματίες του χώρου, είτε απλά θεατές. Οι διαφορετικές αυτές ιδιότητες δεν ανταγωνίζονται, αλλά συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται. Οι ταινίες, άλλωστε, μπορεί να ξεκινούν από τους δημιουργούς, αλλά απευθύνονται τελικά στο κοινό. Κι αυτή η επικοινωνία είναι το ζητούμενο.

Για το φετινό φεστιβάλ, το πρώτο που θα συμβεί υπό τη δική της διεύθυνση ποια είναι η μεγαλύτερη σας ευχή για αυτό, τις ταινίες και τους δημιουργούς;
Αυτό που ελπίζω κάθε φορά από ένα φεστιβάλ είναι να δω ταινίες που θα με συγκινήσουν, θα με ταρακουνήσουν, θα μου ξυπνήσουν συναισθήματα. Έχοντας λοιπόν πλέον καταλήξει μαζί με τους επικεφαλής των προγραμμάτων στο φετινό line-up, νιώθω ότι η ευχή μου έχει ήδη πραγματοποιηθεί και μπορώ να πω με σιγουριά ότι αυτή θα είναι μια χρονιά που θα ενθουσιάσει το κοινό. Το επίπεδο των ελληνικών ταινιών είναι υψηλότερο από ποτέ. Ανυπομονώ λοιπόν να μοιραστούμε με τους θεατές αυτή την υπέροχη σοδειά από ταινίες.
Σε μια εποχή παγκόσμιων κρίσεων και περιορισμού της ελευθερίας του λόγου, ποιος είναι – ή ποιος θα έπρεπε να είναι – ο ρόλος ενός φεστιβάλ; Μπορεί να λειτουργήσει ως πολιτική πράξη;
Ζούμε σε μια εποχή όπου τα πάντα αλλάζουν με γρήγορους ρυθμούς και δυστυχώς όχι πάντα προς όφελος της τέχνης και των ανθρώπων της. Γι’ αυτό και ένα φεστιβάλ δεν μπορεί να περιορίζεται στο ρόλο μιας πλατφόρμας προβολής αλλά οφείλει να λειτουργεί και ως χώρος υπεράσπισης της καλλιτεχνικής ελευθερίας και της ελευθερίας του λόγου. Η τέχνη από μόνη της είναι μια πράξη βαθιά πολιτική και κατά συνέπεια, και το φεστιβάλ που τη φιλοξενεί πρέπει να έχει πολιτική υπόσταση. Πόσο μάλλον ένα φεστιβάλ μικρού μήκους, που απευθύνεται σε νέες φωνές και δημιουργούς που βρίσκονται στην αρχή της πορείας τους.
Η Δράμα εκτός απο την πόλη που φιλοξενεί το φεστιβάλ, τι άλλο ρόλο θέλετε να έχει;
Η Δράμα προσφέρει το πλαίσιο μέσα στο οποίο το Φεστιβάλ γεννήθηκε, μεγάλωσε και αναπτύχθηκε σε έναν θεσμό διεθνούς εμβέλειας. Η σχέση είναι βαθιά, οργανική και αλληλοτροφοδοτούμενη. Κάθε Σεπτέμβρη, η Δράμα φορά τα γιορτινά της και υποδέχεται επισκέπτες από όλον τον κόσμο, προσφέροντας καταφύγιο στη δημιουργία αλλά και μια αίσθηση κοινότητας που δύσκολα συναντά κανείς πλέον. Με τη δημιουργία του σύγχρονου Οπτικοακουστικού Κόμβου στο πρώην Στρατόπεδο Ανδρικάκη, που θα στεγάσει μελλοντικά το Φεστιβάλ, πιστεύω πως η Δράμα θα αναδειχθεί σε πρωτοπόρο κινηματογραφικό προορισμό, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη.
Τι θα θέλατε να πείτε στους νέους δημιουργούς που ετοιμάζουν τώρα την πρώτη τους ταινία; Τι τους υπόσχεστε για το μέλλον από τη θέση που έχετε σήμερα;
Μόλις ολοκλήρωσα κι εγώ μια μικρού μήκους ταινία, οπότε έχω ακόμη πολύ πρόσφατη την εμπειρία της δημιουργίας της, όπως και τις προκλήσεις και δυσκολίες που τη συνοδεύουν. Κράτησα αυτήν την εμπειρία σαν οδηγό στην προετοιμασία του Φεστιβάλ, αλλά και σαν διαρκή υπενθύμιση για την αξία που έχει η μικρού μήκους ταινία για έναν δημιουργό. Νιώθοντας κι ο ίδιος λοιπόν μέλος αυτής της κοινότητας, αυτό που μπορώ να υποσχεθώ από τη θέση που βρίσκομαι, είναι ότι θα φροντίσω να διαμορφώσουμε τις συνθήκες που κι εγώ θα ήθελα να συναντήσω ως δημιουργός σε ένα φεστιβάλ. Θέλω οι νέοι κινηματογραφιστές να αισθανθούν πως όχι μόνο ακούγονται, αλλά και πως χτίζεται ένα περιβάλλον που τους στηρίζει έμπρακτα, με συνέπεια και συνέχεια.
Ένα φεστιβάλ οφείλει να είναι και ένας διεκδικητικός πολιτικός θεσμός; Τι θα θέλατε να διεκδικήσει ένας φορέας του οποίου έχετε την καλλιτεχνική διεύθυνση;
Ως το μεγαλύτερο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους στη χώρα, στεκόμαστε σταθερά υπέρ της ενίσχυσης και υποστήριξης του ελληνικού κινηματογράφου. Προτεραιότητά μας ήταν και παραμένουν οι ίδιοι οι δημιουργοί. Γι’ αυτό και θα συνεχίσουμε να διεκδικούμε την προσοχή, τους πόρους και τον σεβασμό που του αναλογούν. Όταν ο Γιώργος Λάνθιμος παρουσίαζε τις πρώτες του ταινίες στο Φεστιβάλ Δράμας, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει την πορεία που μελλοντικά θα είχε. Η υπερηφάνεια που σήμερα νιώθουμε για τα όσα έχει καταφέρει θα είχε μεγαλύτερη αξία και ουσία, αν αυτή η διαδρομή είχε υποστηριχθεί από την αρχή και με σταθερότητα. Ίσως έτσι να μη είχε οδηγηθεί στο ν’ αναζητήσει αλλού τις κατάλληλες συνθήκες και τους απαραίτητους πόρους που ακόμη και σήμερα στερείται ένας νέος κινηματογραφιστής στην Ελλάδα για να κάνει ταινίες. Ποτέ δεν είναι αργά για να αλλάξει αυτό.