
Κάποτε, το γεγονός ότι οι γυναίκες γερνούν ήταν ένα μουρμουρητό, μια γκρίζα ζώνη. Συνέβαινε και κανείς δεν μιλούσε γι' αυτό, αλλά το ότι συνέβαινε καθόριζε από τη συμπεριφορά που είχαν εκείνες, τη συμπεριφορά που αντιμετώπιζαν, τη σεξουαλικότητα και τη συντροφική τους ζωή, μέχρι τις καριέρες τους και όλο το φάσμα της ύπαρξής τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το τι γινόταν στο Χόλιγουντ με τις ηθοποιούς που ξεπερνούσαν την πρώτη τους νιότη και επιλεκτικά περιθωριοποιούνταν ή αποκλείονταν από πρωταγωνιστικούς ρόλους. Με μια γρήγορη όμως -ίσως και επιπόλαιη- ματιά, φαίνεται ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει ή τουλάχιστον προσπαθούν να αλλάξουν. Oι Nicole Kidman και Laura Dern, 57 ετών και οι δύο, ερωτεύονται νεαρούς άντρες στις ταινίες Babygirl και A Family Affair. H Renée Zellweger, 55 ετών, κάνει το ίδιο στο φιλμ Bridget Jones: Mad About the Boy. Και, φυσικά, η Demi Moore και η Pamela Anderson, 62 και 57 ετών αντίστοιχα, αμφισβητούν το μέλλον των sex symbols στο The Substance της Coralie Fargeat και στο The Showgirl της Gia Coppola. Με άλλα λόγια, είδαμε όχι μόνο να γίνεται προσπάθεια να διορθωθεί το θέμα της ηλικιακής αδικίας, αλλά αυτή να αποτελεί μέρος του σεναρίου και της ίδιας της ιστορίας. Επομένως είναι αδύνατο να μιλήσει κανείς για όλες αυτές τις ταινίες των τελευταίων μηνών χωρίς να αναρωτηθεί για το αν υπάρχει πράγματι ένα συλλογικό μήνυμα ή κάτι που σημειολογικά μπορούμε να παρατηρήσουμε ή να συμπεράνουμε. Το Χόλιγουντ φαίνεται αποφασισμένο να αποδεχτεί το γεγονός ότι οι γυναίκες πρωταγωνίστριές του μεγαλώνουν, αρκεί αυτό να συνεχίσει να του αποφέρει κέρδη. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με τη δράση μιας νέας γενιάς σκηνοθετριών και μιας ομάδας διασήμων αποφασισμένων να πρωταγωνιστήσουν σε ιστορίες γύρω από το μεγάλωμά τους, η παλαιότερη βιομηχανία του κόσμου μοιάζει να παραδέχεται ότι είναι έτοιμη να δώσει χώρο σε μεγαλύτερες πρωταγωνίστριες, αρκεί να μπορεί να το εκμεταλλευτεί, ακόμη και με την πρόφαση της ηλικιακής συμπερίληψης και του φεμινισμού.
"Βρισκόμαστε σε μια φεμινιστική περίοδο αναζήτησης που το Χόλιγουντ και ο γαλλικός κινηματογράφος συνειδητοποίησαν ότι υπάρχει μια προσδοκία από το κοινό να δει ταινίες με πρωταγωνίστριες που έχουν μεγαλώσει μαζί του. Την ίδια στιγμή, μια ολόκληρη γενιά ηθοποιών δεν αντέχει πλέον να υφίσταται ηλικιακό ρατσισμό, ενώ μπορούν ακόμα να υλοποιούν τα σχέδιά τους και να πρωταγωνιστούν", λέει η κριτικός κινηματογράφου Murielle Joudet, συγγραφέας του δοκιμίου La Seconde Femme. Ce que les Actrices Font a la Vieillesse (Η δεύτερη γυναίκα. Aυτό που κάνουν οι γυναίκες ηθοποιοί όταν γεράσουν, εκδ. Premier Parallèle), και συνεχίζει: "Στη χειρότερη περίπτωση όλη αυτή η συγκυρία θα οδηγήσει σε ευκαιριακές κινηματογραφικές προσπάθειες που θα καυχιούνται ότι υπήρξαν ευαισθητοποιημένες όσον αφορά τη ηλικιακή συμπερίληψη, ενώ στην καλύτερη θα δημιουργηθεί ένα σινεμά που θα δείχνει πραγματικά και οργανικά μια γυναίκα να γερνάει".
Ωστόσο, μέχρι αυτή τη στιγμή που μιλάμε -αν εξαιρέσουμε το ταξικό πρόσημο στο The Last Showgirl με την Pamela Anderson- αυτό που συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στη βιομηχανία του θεάματος είναι το λαμπερό γυναικείο πρότυπο. "Οι ηθοποιοί (σ.σ. των συγκεκριμένων ταινιών) δείχνουν νέες, είναι λεπτές, λευκές και, φυσικά, υποδύονται ηρωίδες πετυχημένες, δεν έχουν άλλα προβλήματα εκτός από το ότι δεν είναι πλέον 20 χρόνων και είναι συναισθηματικά ή σεξουαλικά απογοητευμένες", λέει η φεμινίστρια συγγραφέας Fiona Schmidt, που υπογράφει το audio book Old Skin. Women, Their Body, Their Age (Παλιό δέρμα. Οι γυναίκες, το σώμα τους, η ηλικία τους, εκδ. Belfond). Σαν να πρέπει μια ηθοποιός άνω των 40, είτε είναι μητέρα είτε όχι, να διαθέτει όλα αυτά τα κοινωνικά, εξωτερικά σημάδια που δηλώνουν την επιτυχία της, ώστε να δικαιούται να μας αναλύσει πώς διαχειρίζεται το πέρασμα του χρόνου. "Όλες αυτές οι ηρωίδες, προς το παρόν είναι οικονομικά ανεξάρτητες, δεν χρειάζονται καμία ασφάλεια, μια ανάγκη που συνήθως καλυπτόταν από έναν σύντροφο", σημειώνει ο ιστορικός κινηματογράφου Charles-Antoine Courcoux, συν-συγγραφέας του βιβλίου L' Age des Stars. Des Images a' l' Epreuve du Vieillissement (Η ηλικία των σταρ. Εικόνες που δοκιμάζονται από το γήρας, εκδ. L' Age d' Homme). Επίσης, όλoι αυτοί οι χαρακτήρες, ιδιαίτερα σε ρομαντικές κομεντί -ένα παραδοσιακά συντηρητικό είδος που ενισχύει τα στερεότυπα-, παρουσιάζονται ως επιθυμητές γυναίκες απέναντι σε άντρες μικρότερης ηλικίας, αλλά και χαμηλότερου κοινωνικού status. O Liam Hemsworth συναντά τη Laura Dern, o Leo Woodall τη Renée Zellweger, ο Harris Dickinson τη Nicole Kidman. Αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι ακόμα και οι ηθοποιοί που υποδύονται αυτούς τους χαρακτήρες δεν είναι σταρ του ίδιου βεληνεκούς με εκείνες.
"Είναι σαν να θεωρούμε αδιανόητο ότι πιο επιτυχημένοι ηθοποιοί, όπως ο Timothée Chalamet, o Austin Butler ή ο Jacob Elordi, θα μπορούσαν να ποθούν μια γυναίκα μεγαλύτερή τους, ιδιαίτερα αν αυτή είναι σταρ διεθνούς φήμης και που, επιπλέον, δεν φαίνεται καν η ηλικία της", σχολιάζει η Fiona Schmidt. Έχοντας αυτό στο μυαλό μας, η παρουσία της Demi Moore αποτελεί μια ηλικιακή σπαζοκεφαλιά, αφού στην ταινία The Substance υποτίθεται ότι υποδύεται μια 50χρονη, τη στιγμή που η ίδια είναι 62 και μοιάζει για 40 (αυτή τη στιγμή το Όσκαρ είναι σχεδόν στα χέρια της). Η Coralie Fargeat, δημιουργός της συγκεκριμένης ταινίας, σκηνοθέτησε διαλογιστικά τον ηλικιακό ρατσισμό που δέχονται οι γυναίκες στη βιομηχανία του θεάματος, μεταφέροντας σε ένα οργιαστικό φινάλε το πώς αυτός επικοινωνείται και διαμορφώνει την κοινή εμπειρία, αλλά και το συλλογικό, έμφυλο τραύμα. Η ίδια η Γαλλίδα σκηνοθέτρια, από τότε που έκλεισε τα 40, έδωσε πολύ ισχυρές και βίαιες εσωτερικές μάχες με τα στερεότυπα γύρω από αυτό. "Ήταν σαν να συνέβαινε μια σούπερ καταθλιπτική κατάρρευση στην προσωπική μου ζωή", έχει εκμυστηρευτεί στο ELLE. Η βία και η σκληρότητα είναι εμφανείς στον τρόπο που επέλεξε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την ψυχοσυναισθηματική κόλαση της γήρανσης που βιώνει η πρωταγωνίστριά της, κάνοντάς το μάλιστα με ζηλευτό, διαβασμένο και γενναιόδωρο τρόπο και για το ίδιο το μέσο, το σινεμά. Την ίδια στιγμή, μέσα από την ηρωίδα της οπτικοποίησε και κατέδειξε τον ανελέητο τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες μιας ορισμένης ηλικίας απορρίπτονται από τον χώρο του θεάματος, αλλά και τα εξωπραγματικά πρότυπα ομορφιάς τα οποία προβάλλονται σε εκείνες αλλά και σε εμάς σε οποιαδήποτε ηλικία. Από τις σκέψεις της Fargeat δεν λείπει και ο ειλικρινής απολογισμός, όσον αφορά το τι κάνουμε και τι περιμένουμε και εμείς οι ίδιες από τον εαυτό μας, υπό το πρίσμα όλων των μισογυνικών και "ανθυγιεινών" μηχανισμών εμμονής με τη νεότητα και την ομορφιά, που είναι ακόμα βαθιά ριζωμένοι στην κοινωνία.
"Είναι μια δουλειά που σε τρελαίνει", λέει η συγγραφέας Murielle Joudet, και συνεχίζει: "Βλέποντας την εικόνα σου στη μεγάλη οθόνη, ακόμη κι αν υπάρχει συναδελφικότητα, βρίσκεσαι σε έναν διαρκή ανταγωνισμό ακόμη και με τον εαυτό σου. Καμία ηθοποιός που επιλέγεται κυρίως για την εμφάνισή της, και επομένως θεωρείται πιο όμορφη από τη μέση γυναίκα, δεν αποφεύγει την κρίση ταυτότητας μπροστά στον καθρέφτη. Και καθεμία αποφασίζει ποιες ευθύνες θέλει να αναλάβει". Από την άλλη, το Χόλιγουντ δεν πληρώνει ηθοποιούς που είναι "κανονικοί", δεν πληρώνει για τον κοινωνικό ρεαλισμό μιας καλλιτεχνικής ταινίας ή ενός ντοκιμαντέρ. Δεν κινηματογραφεί φτωχές ηλικιωμένες γυναίκες. Αλλά δημιουργεί μια περίεργη εξίσωση που περιλαμβάνει καλλίγραμμα ολόλευκα σώματα λαμπερών σταρ, σαν αυτό της Nicole Kidman και της Demi Moore, τη "διαβολική ουσία" (substance) που δημιουργεί μια εκδικητική νεότερη εκδοχή της πρωταγωνίστριας και την αγκαλιά μικρότερων σε ηλικία συντρόφων, τους οποίους υποδύονται λιγότερο διάσημοι ηθοποιοί.
Η Murielle Joudet παραμένει αισιόδοξη. "Θα αργήσει λίγο, ίσως περισσότερο για κάποιες που επιστρέφουν έπειτα από καιρό στις οθόνες, αλλά θα συνηθίσουμε στην ιδέα να ποθούμε τα σώματα μεγαλύτερων γυναικών", λέει και συνεχίζει: "Δεδομένου ότι υπάρχει μια συνέχεια ανάμεσα στον κινηματογράφο και στη ζωή, η επιθυμία, η πρόθεση και η ορατότητα μπορούν να συνεργαστούν. Πίσω από το μάρκετινγκ, η Pamela Anderson χωρίς μακιγιάζ, η Andie McDowell με τα γκρίζα μαλλιά της, κάθε κίνηση και κάθε χειρονομία μιας σταρ μπορεί να έχει κάποιο αντίκτυπο και να απελευθερώσει τη γυναικεία οπτική εκεί έξω", καταλήγει.

ΤΟ ΣΕΞ ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΟΘΟΝΗΣ
Αν πάρουμε ως δεδομένο ότι η βιομηχανία του Χόλιγουντ έχει αποδεχθεί ότι οι πρωταγωνίστριές του μεγαλώνουν, να υποθέσουμε ότι αυτή η μετακίνηση, όσον αφορά τον ηλικιακό ρατσισμό, συμβαίνει και στη ζωή; Οι γυναίκες κουβαλούν ακόμα την ενοχή γύρω από τη σεξουαλική τους απελευθέρωση; Μοιράζονται ελεύθερα τις επιθυμίες τους; Περιμένουν να επιβεβαιώσουν τη σεξουαλική τους ευτυχία μέσα από την αποδοχή των ερωτικών τους συντρόφων; Μπορούν να παραμένουν σεξουαλικά ενεργές με τις ποιότητες που εκείνες επιλέγουν, ανατρέποντας όλα όσα τις τοποθετούν κάπου μεταξύ του "είμαστε ανεπιθύμητες" και του "δεν θέλουμε πλέον σεξ"; Για τη Lisa Miller, καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο Eckerd College στη Φλόριντα και συγγραφέα της µελέτης The Perils and Pleasures of Aging (Oι κίνδυνοι και οι απολαύσεις του να µεγαλώνεις), πολλές γυναίκες βρίσκουν τη "σεξουαλική φωνή" τους από τη µέση ηλικία και µετά, πειραµατίζονται και διεκδικούν το δικαίωµα να ικανοποιούνται.
"Αυτό βλέπω γύρω µου. Αυτές οι γυναίκες απολαµβάνουν τα... λάφυρα της ωριµότητας, όπως το να νοιάζονται λιγότερο για τα κοινωνικά πρότυπα που αµφισβητούνται ή να αισθάνονται πιο άνετα µε το σώµα τους έχοντας αποδεχθεί τις όποιες ατέλειες", τονίζει. Ενδεικτική είναι η µαρτυρία της Μonica που πήρε µέρος στην έρευνα: "Γεννήθηκα περίπου στα µέσα της Gen X, το 1973. Όπως πολλοί Gen Xers, έκανα για πρώτη φορά σεξ στα 16. Μέχρι το 2007, όταν η αµερικανική σεξουαλική παρακµή έγινε ιδιαίτερα ορατή, ήµουν ήδη 34 ετών και σεξουαλικά ενεργή ήδη για σχεδόν δύο δεκαετίες. Στο peak της εφηβείας µου, φλέρταρα, έβγαινα µε παρέες, τα social media ήταν ανύπαρκτα, το διαδίκτυο ήταν ελάχιστα διαθέσιµο, οι υπολογιστές στο σπίτι περιορίζονταν σε πρασινωπές οθόνες, ο ήχος σύνδεσης του Internet τρυπούσε το τύµπανο των αυτιών και το πορνό ήταν δυσεύρετο. Το σεξ το ανακάλυπτες µέσα από την επαφή µε τους ερωτικούς συντρόφους σου. Οι πειραµατισµοί ήταν µέρος του παιχνιδιού. Το ίδιο και τα "θέλω”. Μάθαµε να µιλάµε ανοιχτά και να παίρνουµε αυτό που θέλουµε!". Και αυτό ακριβώς φαίνεται ότι συνεχίζουν να κάνουν και τώρα.

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ FEMALE GAZE
Το Babygirl, η ταινία στην οποία η Nicole Kidman γονάτισε για να πιει από ένα πιατάκι γάλα μπροστά στον νεότερο εραστή της, προκάλεσε συζητήσεις, ξεσήκωσε σχόλια και για κάποιους έφερε πίσω το σεξ στη μεγάλη οθόνη. Πώς το έκανε όμως; Το ότι μια γυναίκα υπογράφει τη σκηνοθεσία, φτάνει για να εξασφαλίσει τη γυναικεία οπτική ως προς την έκφραση και την εξερεύνηση της σεξουαλικότητας μιας ώριμης γυναίκας; Κατάφερε η σκηνοθέτρια της ταινίας, Halina Reijn, να ξεφύγει από τις παγίδες του male gaze και της στερεοτυπικής απεικόνισης της γυναικείας επιθυμίας; "Όχι" είναι η απάντηση και στις δύο ερωτήσεις, ακόμη και αν μπορούμε να αναγνωρίσουμε την αληθινή πρόθεσή της να το κάνει. Όμως, ένα ιδανικό female gaze δεν συνδέει τη γυναικεία επιθυμία με το τραύμα ή την τιμωρία, όπως συμβαίνει με την ηρωίδα της. Σκηνοθέτριες όπως η Ariane Labed (September Says), η Céline Sciamma (Portrait of a Lady on Fire), η Julia Ducournau (Titane), η Audrey Diwan (Happening) και παλιότερα η Jane Campion (Μαθήματα Πιάνου) δείχνουν πολύ πιο οργανικά ότι η γυναικεία σεξουαλικότητα μπορεί να είναι περίπλοκη, άβολη, διεκδικητική, εξουσιαστική, αστεία, φετιχιστική, αλλά πάνω από όλα ελεύθερη. Όχι απλώς μια εικόνα προς κατανάλωση, μια επιφανειακή και αντιδραστική απάντηση στις αφηγηματικές συμβάσεις και τις αισθητικές που έχει επιβάλει μέχρι σήμερα το male gaze. Το Babygirl δεν είναι αρκετό για να κάνει τις μεγαλύτερες γυναίκες πιο διεκδικητικές ως προς τη σεξουαλική τους υγεία και ελευθερία, είναι όμως ένα... ποτήρι γάλα που, πίνοντάς το, ίσως μας ανοίξει την όρεξη για να διεκδικήσουμε περισσότερα, τουλάχιστον όσον αφορά τον κινηματογράφο.
Στην κεντρική φωτογραφία: Η Nicole Kidman και ο Harris Dickinson στην ταινία Babygirl.
Το "Λεωφορείο ο ώριμος πόθος" δημοσιεύθηκε στο τεύχος Μαρτίου.