Είναι το burnout η νέα πανδημία;

Σε μια εποχή οικονομικής και κοινωνικής αβεβαιότητας που έχει εξιδανικεύσει την εξαντλητική εργασία, απαιτώντας απο τον καθένα να δίνει συνεχώς το μαξιμούμ και να δείχνει πως το κάνει με χαρά, αναζητάμε τον τρόπο να αποσυμπιεστούμε, να αντισταθούμε και να επανεφεύρουμε τον εαυτό μας.

Είναι το burnout η νέα πανδημία; ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ: ΚΩΣΤΑΣ ΑΥΓΟΥΛΗΣ

ΛΙΓΕΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ, με το άγχος όλου του χειμώνα να έχει συσσωρευτεί, αισθανόμαστε να έχουμε αδειάσει από το 95% της ενέργειάς μας. Ήδη από τις αρχές Ιουνίου, κάθε νέο task που αναλαμβάνουμε στο γραφείο φαντάζει στα μάτια μας άθλος. Κι όμως, την ίδια στιγμή που οι περισσότεροι από εμάς ονειρευόμαστε την απόδραση, την ξεκούραση και την ανάπαυλα, η πραγματικότητα δείχνει πως κάθε χρόνο όλο και λιγότεροι Έλληνες πηγαίνουν διακοπές. Κι όχι επειδή το θέλουν. Οι 8 στους 10 από όσους δεν θα πάνε διακοπές το φετινό καλοκαίρι, με βάση τη νέα δημοσκόπηση της Alco, απάντησαν πως γι’ αυτό ευθύνεται είτε το κόστος διαμονής είτε το ότι πρέπει να καλύψουν άλλες προτεραιότητες. Μένοντας μακριά όμως από αυτή τη φροντίδα, το σώμα εξαντλείται, το μυαλό υπερφορτώνεται, και η ανάπαυλα αναβάλλεται επ’ αόριστον. Και κάπως έτσι, το burnout παύει να είναι απλώς εποχικό. Γίνεται διαρκής κατάσταση, ένα αίσθημα εγκλωβισμού ανάμεσα στην ανάγκη για παύση και την αδυναμία να τη διεκδικήσουμε.

ΣΗΜΕΙΟ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

Για την κλινική ψυχολόγο Μαρία Βασιλική Οσάνα "δεν είναι τυχαίο που το φαινόμενο του burnout γίνεται πιο έντονο κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Το καλοκαίρι, η σωρευτική κόπωση του έτους -σωματική, συναισθηματική και νοητική- κορυφώνεται. Πρόκειται για ένα σημείο στο οποίο έχουν στραγγίξει τα αποθέματά μας. Νιώθουμε άδειοι, με μειωμένη αντοχή και διάθεση. Αυτό συμβαίνει γιατί το σώμα μας, πολύ καιρό νωρίτερα, είχε ανάγκη από ξεκούραση αλλά εμείς το αγνοήσαμε. Τα τμήματα του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνα για τη σύνθετη σκέψη, τη διαδικασία λήψης αποφάσεων και τη ρύθμιση των συναισθημάτων υπολειτουργούν. Τείνουμε να σκεφτόμαστε με απόλυτους όρους, του τύπου ”όλα ή τίποτα” ή ”άσπρο ή μαύρο”. Οι διακοπές μοιάζουν σαν τη μόνη σανίδα σωτηρίας, κάτι που εντείνει ακόμη περισσότερο το αίσθημα της ανυπομονησίας και της ψυχικής πίεσης".

"Τα ψυχικά σημάδια της επαγγελματικής εξουθένωσης περιλαμβάνουν μειωμένη διάθεση, περιορισμένη όρεξη και κακή συγκέντρωση", εξηγεί η Olivia Bath, ιδρύτρια του The Women's Vault, ενός οργανισμού που παρέχει coaching και εργαστήρια για να βοηθήσει περισσότερες γυναίκες να επιβιώνουν καλύτερα στον εργασιακό τους χώρο. Και η ίδια συνεχίζει: "Μπορεί επίσης να υποφέρετε από υπερβολική κούραση, προβλήματα ύπνου, δυσκολία στο να χαλαρώσετε και μια αίσθηση υπερδιέγερσης. Αισθάνεστε πως ”χάνετε την αγάπη” για τη δουλειά σας ή ότι προσεγγίζετε την εργασία σας με ακραία απάθεια"

Σε όλο τον κόσμο, άτομα, οργανώσεις και κοινότητες βιώνουν αυξημένο άγχος και αβεβαιότητα, με τους εργαζόμενους να αντιμετωπίζουν συναισθηματική και σωματική εξουθένωση σε πρωτοφανή επίπεδα. Είναι το burnout η νέα πανδημία; Πρόσφατη μελέτη από τη Mental Health America αναφέρει ότι το 75% των εργαζομένων παλεύει με την εξάντληση, ενώ έρευνα από τη YouGov σε 4.418 ενήλικες στο Ηνωμένο Βασίλειο διαπιστώνει ότι ο κίνδυνος επαγγελματικής εξουθένωσης παραμένει διαδεδομένος, με 1 στους 3 ενήλικες να έχει νιώσει υψηλά ή ακραία επίπεδα πίεσης ή στρες "πάντα" ή "συχνά" το 2024. Εν τω μεταξύ, 9 στους 10 (91%) δήλωσαν πως βίωσαν υψηλή πίεση ή στρες κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του 2024, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να αναγνωρίζει το burnout ως "εργασιακό φαινόμενο". Και όλα αυτά τη στιγμή που η πίεση και η ανησυχία ασκούνται από παντού.

Οι συνθήκες διαβίωσης γίνονται όλο και πιο δύσκολες, η ποιότητα ζωής μειώνεται, βασικά θεμελιώδη δικαιώματα καταπατούνται και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι πολεμικές συρράξεις μαίνονται γύρω μας στοιχίζοντας τη ζωή εκατοντάδων ανθρώπων και βάζοντας σε κίνδυνο τον κόσμο όπως τον ξέρουμε σήμερα - με τον φόβο να γίνει χειρότερος.

Για τη Χαρά Νομικού, η οποία είναι μέλος της ομάδας Ψυχόχρωμα και παρέχει υπηρεσίες ατομικής/ομαδικής συμβουλευτικής και ψυχοθεραπείας που απευθύνονται σε εφήβους και ενήλικες, "ο όρος burnout χρησιμοποιείται για να καταδείξει την επαγγελματική εξάντληση λόγω των δύσκολων και απαιτητικών συνθηκών εργασίας, σε συνδυασμό με ελλιπείς παροχές για τους επαγγελματίες. Αρκετές φορές, τα πλαίσια αποτυγχάνουν να καλύψουν τις ανάγκες των επαγγελματιών οι οποίοι τα στελεχώνουν. Από την πλευρά τους, οι εργαζόμενοι παρουσιάζουν μια δυσκολία να εγκαταλείψουν τα πλαίσια τα οποία τους απογοήτευσαν για ποικίλους λόγους, οι οποίοι έγκεινται στην οικονομική αβεβαιότητα και την ταραχώδη κοινωνική πραγματικότητα σήμερα. Έτσι, είτε συνειδητά είτε όχι, βρίσκονται στη δυσάρεστη θέση να βιώνουν επαγγελματική εξουθένωση. Από την άλλη, η δυσοίωνη πραγματικότητα που βιώνει ο πλανήτης δεν μπορεί να μην αφήνει κάποιο αποτύπωμα στην ψυχική υγεία. Η κατάθλιψη και το έντονο άγχος είναι μερικές ενδείξεις αυτού του αποτυπώματος. Σε έναν κόσμο που στέλνει συνεχώς απαισιόδοξα μηνύματα, χρειάζεται περίσσιο ψυχικό σθένος για να συνεχίζει κάποιος να πορεύεται μπροστά. Οι δύσκολες κοινωνικές συνθήκες επιδρούν στην ανθεκτικότητα, στο κίνητρο και στην αποφασιστικότητα που χρειάζεται να έχει κανείς ώστε να αντεπεξέλθει στους ποικίλους ρόλους που επιτελεί καθημερινά".

"Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΑΓΑΠΗΣΕΙ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΑΓΑΠΑΣ"

Το burnout δεν είναι απλώς ένα ατομικό πρόβλημα κακής διαχείρισης χρόνου ή "αδυναμίας" προσαρμογής, αλλά σύμπτωμα ενός συστήματος που μετράει την ανθρώπινη αξία με όρους παραγωγικότητας. Στον καπιταλισμό, ο χρόνος μεταφράζεται σε χρήμα, κι έτσι η ξεκούραση, η παύση, ακόμη και η φροντίδα του εαυτού θεωρούνται πολυτέλειες ή "τεμπελιά". Το σώμα και το μυαλό αντιμετωπίζονται σαν μηχανές που πρέπει να δουλεύουν αδιάκοπα, χωρίς να λογαριάζεται το κόστος. Σε αυτό το πλαίσιο, η εξουθένωση δεν είναι ατύχημα, αλλά αναμενόμενο αποτέλεσμα μιας κουλτούρας που έχει ορίσει την υπερκόπωση ως κανονικότητα.

Ο Νοτιοκορεάτης φιλόσοφος Byung-Chul Han που διδάσκει στη Γερμανία έχει γράψει εκτενώς για τις ψυχικές και κοινωνικές συνέπειες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Στο μικρό αλλά πυκνό δοκίμιό του Η Κοινωνία της Κόπωσης (εκδ. Opera), ο συγγραφέας πιστεύει πως η σύγχρονη κοινωνία χαρακτηρίζεται από την υπερβολική εργασία και την αυτοεκμετάλλευση, οδηγώντας σε μια "κοινωνία της κόπωσης". Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η σύγχρονη κοινωνία δεν βασίζεται πλέον στην καταπίεση, αλλά στη θετικότητα και στην ανάγκη για επιτυχία και απόδοση. Αυτή η θετικότητα, ωστόσο, οδηγεί σε μια μορφή αυτο-εκμετάλλευσης, στην οποία οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί οι ίδιοι σε θύτες του εαυτού τους, υποβάλλοντάς τον σε εξαντλητικούς ρυθμούς εργασίας και μεγάλες προσδοκίες. Το υποκείμενο της ύστερης καπιταλιστικής κοινωνίας δεν είναι πλέον "υπόδουλος", αλλά "επιχειρηματίας του εαυτού", που καίγεται μέσα στην αέναη ανάγκη να πετυχαίνει, να αποδίδει. Για τον στοχαστή, αυτή η "κοινωνία της κόπωσης" έχει αρνητικές συνέπειες στην ψυχική υγεία, οδηγώντας σε αυξημένα ποσοστά άγχους, κατάθλιψης και εξουθένωσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το burnout δεν είναι παρεκτροπή αλλά δομικό σύμπτωμα της εποχής.

Επιπλέον, η Sarah Jaffe, δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου Work Won't Love You Back: How Devotion to Our Jobs Keeps Us Exploited, Exhausted and Alone (Η εργασία δεν θα σε αγαπήσει όπως την αγαπάς: Πώς η αφοσίωση στις δουλειές μας μας κρατά εκμεταλλευόμενους, εξαντλημένους και μόνους, εκδ. Bold Type Books) καταρρίπτει τον μύθο ότι η εργασία θα πρέπει να είναι μια "δέσμευση" στο να "είσαι ό,τι μπορείς να είσαι", κάτι που απαιτεί "επιμελή αφοσίωση" στην "αυθεντική κλίση" κάποιου. Αυτό είναι το είδος της νοοτροπίας που προέκυψε από τον χίπικο κόσμο της δεκαετίας του '60 και την υπερβολή των δεκαετιών του '70 και του '80. Τότε οι άνθρωποι δεν επιδιώκαμε απλές δουλειές, αλλά "ουσιαστικές" καριέρες. Όσοι από εμάς είχαμε τα κατάλληλα προσόντα, μπορούσαμε να επιλέξουμε μεταξύ εργοδοτών και υποτίθεται ότι έπρεπε να διαλέξουμε εκείνον με τις μεγαλύτερες δυνατότητες για την προώθηση του κοινού καλού (σε συνάρτηση, φυσικά, με τους μισθούς που προσφέρονταν).

Σήμερα, το πολιτικό έχει αντικατασταθεί από το ηθικό. Η Jaffe αποτυπώνει το πνεύμα της εποχής: "Μας έχουν πει ότι η ίδια η εργασία υποτίθεται ότι μας φέρνει πληρότητα, ευχαρίστηση, νόημα στη ζωή μας, ακόμη και χαρά. Υποτίθεται ότι πρέπει να εργαζόμαστε επειδή αγαπάμε την εργασία μας. Να μην τολμάμε να θέτουμε ερωτήματα για τον τρόπο με τον οποίο η δουλειά μας κάνει άλλους ανθρώπους πλούσιους, την ίδια στιγμή που εμείς αγωνιζόμαστε να πληρώσουμε το ενοίκιο του σπιτιού μας. Όταν η συγκεκριμένη ηθική αντικαθιστά την πολιτική, ο κόσμος υποφέρει πολύ, και όχι μόνο οικονομικά. Η απογοήτευση δίνει τη θέση της στη δυσαρέσκεια, η οποία οδηγεί σε μια καταναγκαστική ανάγκη να βρεθούν οι ένοχοι, κάτι που δημιουργεί θύματα, μίσος και, τελικά, την πολιτική που έχουμε σήμερα".

ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΛΈΜΕ "ΒΑΡΙΕΜΑΙ"

Ο Han δεν προτείνει μια άμεση ή πρακτική λύση, αλλά μια ριζική αλλαγή στάσης απέναντι στον εαυτό και στον κόσμο. Η κοινωνία στην οποία ζούμε, όπως υποστηρίζει, δεν είναι πλέον μια κοινωνία της απαγόρευσης, της πειθαρχίας ή της καταπίεσης, αλλά μια κοινωνία της υπερδραστηριότητας, της συνεχούς αυτοπαρακίνησης και της εξαντλητικής παραγωγικότητας.

Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν νιώθει ότι τον καταπιέζουν - νιώθει πως πρέπει να "μπορεί". Το πρόσταγμα της εποχής είναι θετικό: "Μπορείς να τα καταφέρεις", "γίνε ο καλύτερός σου εαυτός", "δούλεψε πιο σκληρά". Ωστόσο, αυτή η φαινομενικά απελευθερωτική θετικότητα μετατρέπεται σε ένα νέο είδος καταναγκασμού, που οδηγεί στην εξάντληση, στην κατάθλιψη και τελικά στην κόπωση. Απέναντι σε αυτή την κοινωνία της υπερκόπωσης, ο Han δεν αντιπροτείνει άλλη μια μορφή δράσης, αλλά μια μορφή μη-δράσης. Προτείνει μια επιστροφή στην παθητικότητα, στη σιωπή, στην τεμπελιά - έννοιες που σήμερα θεωρούνται άχρηστες ή ακόμη και απειλητικές.

Όμως μέσα από αυτές τις καταστάσεις, λέει, μπορεί να προκύψει κάτι βαθύτερο: η εσωτερικότητα, η σκέψη χωρίς σκοπό, η δημιουργικότητα χωρίς στόχο. Σε έναν κόσμο που μας πιέζει να είμαστε διαρκώς παραγωγικοί, η παραίτηση από τη συνεχή δραστηριότητα γίνεται πράξη αντίστασης.

Και υποστηρίζει και κάτι ακόμα πιο ωραίο, το οποίο μπορούμε να το θυμόμαστε όχι μόνο τώρα το καλοκαίρι, αλλά σε τακτά χρονικά διαστήματα όλο τον χρόνο. Η κόπωση, λοιπόν σύμφωνα με τον Han, δεν είναι απαραίτητα αρνητική. Υπάρχει και μια "καλή" κόπωση.

Όχι εκείνη που εξαντλεί, αλλά εκείνη που αδειάζει τον εαυτό από τον θόρυβο και τις επιταγές της απόδοσης. Μια κόπωση που μπορεί να γίνει δημιουργική, γιατί αφήνει χώρο στο απροσδόκητο, στο μυστήριο, στον Άλλο.

Στην κοινωνία της απόλυτης εξωστρέφειας και αυτοπροβολής, ο Άλλος χάνεται: όλοι μοιάζουν να είναι καθρέφτες του εαυτού μας. Ο Han καλεί σε μια επανανακάλυψη του Άλλου όχι ως εργαλείου ή ανταγωνιστή, αλλά ως πρόσωπο, ως μυστήριο, ως σχέση.

Η πρότασή του, λοιπόν, δεν είναι μια λύση με την παραδοσιακή έννοια, αλλά μια εσωτερική επανάσταση: να επανεφεύρουμε τον εαυτό μας όχι ως διαρκές έργο προς βελτίωση, αλλά ως ύπαρξη που έχει δικαίωμα στην αδράνεια, στη σιωπή, στην ευαλωτότητα. Μόνο έτσι μπορούμε να αντισταθούμε ουσιαστικά στην κοινωνία της κόπωσης: όχι προσπαθώντας ακόμα περισσότερο, αλλά αρνούμενοι την ίδια τη λογική του "προσπαθώ συνεχώς". Ίσως η αλλαγή αυτής της νοοτροπίας να φέρει στο προσκήνιο μια νέα δράση που να έχει να κάνει με τα όρια, του πώς τα βάζουμε αλλά και πώς τα διεκδικούμε.

Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΤΟΥ #ILOVEMYJOB

Σύμφωνα με κλινική έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Frontiers in Public Health, η υπερβολική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να συμβάλει στην επαγγελματική εξουθένωση επηρεάζοντας παράλληλα την αυτοεκτίμηση και την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας. Σκεφτείτε εκείνους στο Instagram που φαίνεται να τα έχουν όλα: χρήματα, επιτυχημένη καριέρα, δεκάδες φίλους, τέλειους συνεργάτες. Μοιράζονται στο προφίλ τους φωτογραφίες από τα επαγγελματικά τους ταξίδια, επιδεικνύοντας παράλληλα τις επιτυχίες τους με τα απαραίτητα, φυσικά, hashtags του τύπου #Ιlovemyjob. Χιλιάδες άνθρωποι περιηγούνται στα feed τους, κάνοντας άθελά τους σύγκριση των τέλειων εικόνων με τη δική τους "ανιαρή" ζωή και εργασία, γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει αισθήματα κατωτερότητας, ζήλιας και μειωμένης αυτοεκτίμησης.

Με τα social media να έχουν γίνει ο καθρέφτης της προσωπικής μας ζωής, πόσο υγιής είναι η προσκόλλησή μας σε αυτά; Για τη Χαρά Νομικού "τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Παράλληλα, λόγω της προβολής που επιλέγουν να έχουν στα social media τα πρότυπα της εποχής, εγείρονται ζητήματα σχετικά με την αυτοεκτίμηση και την εικόνα του εαυτού μας. Όταν ο πλανήτης είναι καθηλωμένος σε οθόνες και παρακολουθεί λαίμαργα την οικονομική ευμάρεια και την "τέλεια" σιλουέτα κάποιων, το αποτέλεσμα είναι το εξής: H εικόνα που βλέπουμε στον δικό μας καθρέφτη και τα νούμερα στον τραπεζικό μας λογαριασμό μάς απογοητεύουν. Η απάντηση, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δυσμενείς συνέπειες, βρίσκεται στις ανθρώπινες σχέσεις. Πραγματικοί φίλοι και οικογένεια μπορούν να λειτουργήσουν ως πλαίσια συγκράτησης σε μια εποχή που ενθαρρύνει τον ατομικισμό και την απομόνωση. Η αγάπη και η αλληλεγγύη είναι σταθερές πανανθρώπινες αξίες. Οι άνθρωποι που αγαπούν και αγαπιούνται έχουν το υπόβαθρο για να δημιουργήσουν μια ζωή στον πραγματικό κόσμο, όχι στον ψηφιακό. Όσοι στάθηκαν λιγότερο τυχεροί, χρειάζονται βοήθεια και στήριξη μέχρι να βρουν τον δικό τους τρόπο να δημιουργούν σχέσεις και δίκτυα".