
Ο Γιώργος Χρυσοστόμου μας πήρε μαζί του στη δεύτερη καλοκαιρινή περιοδεία του με τους Όρνιθες, στα επόμενα σχέδια του και μας υπενθύμισε ότι το τέλος δεν είναι απλώς μια κατάληξη, αλλά μια μετάβαση, μια ιεροτελεστία που ανοίγει τον δρόμο για το καινούριο.
Πώς ήταν να "πετάτε" ξανά με τους Όρνιθες; Το να επιστρέφει μια καλοκαιρινή παράσταση για δεύτερη χρονιά ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία για εμένα. Διαπίστωσα πόσο ανακουφιστικό ήταν να δουλεύουμε ξανά πάνω σε κάτι που είχαμε ήδη επικοινωνήσει στον κόσμο και το οποίο είχε βρει ανταπόκριση. Η διαδικασία ήταν ανάλαφρη, γεμάτη απόλαυση, χωρίς το άγχος και την αγωνία του καινούριου — αν θα δέσει η ομάδα, αν θα λειτουργήσει. Ήταν χαρά να ξαναβρισκόμαστε αυτή η παρέα, έχοντας διανύσει πια τις χειμερινές μας διαδρομές, και να ξαναγινόμαστε... πουλιά. Ο κόσμος που είδε την παράσταση και πέρσι και φέτος μας είπε ότι έμοιαζε με ένα κρασί που έχει ωριμάσει, που έγινε πιο πλούσιο σε γεύσεις και αρώματα. Και το καταλαβαίνω αυτό. Το ένιωσα κι εγώ. Ήταν σκέτη απόλαυση.
Κάθε φορά που ανεβαίνει ένα έργο, αποκτά και άλλο νόημα σε σχέση με αυτό που συμβαίνει τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή; Ναι. Φέτος, υπήρχε μία ακόμη διάσταση στην εμπειρία. Είναι ένα σημείο στην παράσταση που μιλάει ο Προμηθέας και λέει πως ο κόσμος φτάνει σε ένα τέλος, πως ζούμε μέσα σε απρόβλεπτες καταστάσεις και καιρούς. Είχε μεγάλο ενδιαφέρον να παρατηρείς ότι τα ίδια λόγια ηχούσαν διαφορετικά από πέρσι. Γιατί οι λέξεις, καθώς ταξιδεύουν στον χρόνο, κάθε φορά δημιουργούν άλλους χώρους μέσα μας. Ανάλογα με το τι έχει ζήσει ο καθένας, αλλά και με το τι συμβαίνει γύρω μας, στην πόλη, στην κοινωνία, στον κόσμο. Οι ίδιες φράσεις αποκτούν άλλο βάρος, άλλη συγκινησιακή ενέργεια. Φέτος, η παράσταση ήταν πιο συγκινητική. Σε προσωπικό επίπεδο, οι Όρνιθες με φώτισαν πολύ, ιδιαίτερα μετά την τριετία του "Αρτούρου", που για εμένα υπήρξε μια πιο σκοτεινή περίοδος. Ακόμα και η στάση του σώματός μου ένιωσα πως απέκτησε θεραπευτικές ιδιότητες. Είχα περάσει καιρό σκυφτός, σκεβρωμένος, υπόγειος. Και ξαφνικά, μέσα σε αυτό το έργο, στέκομαι όρθιος. Είμαι ψηλά. Πετάω. Είμαι ο Ευελπίδης, με ένα όνομα, ένα χαμόγελο, πιο ελαφρύς. Οι σκηνές που μυούν τους ανθρώπους στον κόσμο των πουλιών, που τους μαθαίνουν ξανά να περπατούν, με βρήκαν κι εμένα πιο έτοιμο φέτος. Πιο ανοιχτό να μάθω να περπατάω ξανά στο δικό μου, προσωπικό μονοπάτι.

Είπατε για τις λέξεις και τη δύναμη που κουβαλούν. Tις σεβόμαστε όσο χρειάζεται; Δεν καταλαβαίνω πάντα τα νοήματα των λέξεων. Δεν είμαι λόγιος. Δεν είμαι διαβασμένος. Δεν κατανοώ εύκολα τα βαθιά ή περίπλοκα νοήματα των κειμένων. Είμαι περισσότερο διαισθητικός. Ο τρόπος που συνδέομαι με τα κείμενα είναι μέσα από τις δονήσεις που μου προκαλούν οι λέξεις. Και στο θέατρο κατάλαβα ότι οι λέξεις έχουν τεράστια δύναμη. Κι όμως, δεν έχουμε διαρκώς στον νου μας πόση δύναμη έχει ο λόγος. Είμαστε συχνά απερίσκεπτοι στη χρήση του. Ωστόσο, οι λέξεις από μόνες τους δεν είναι ούτε καλές ούτε κακές. Για εμένα έχουν δόνηση και χρώμα, και έτσι τις αντιλαμβάνομαι. Μέσα από το θέατρο, είναι σαν να μαθαίνω ακόμα ελληνικά. Κάποιες λέξεις είναι εύηχες. Κάποιες έχουν ένα ιδιαίτερο χρώμα, μια αίσθηση, άλλες είναι αστείες, όλες έχουν τη δική τους ζωή και σημασία. Στις μέρες μας, που μιλάμε λιγότερο και γράφουμε περισσότερο, συνειδητοποιώ ακόμα πιο πολύ τη δύναμη του ήχου, του προφορικού λόγου. Και αυτή η δύναμη είναι πολύ πιο σωματική και βιωματική απ’ όσο νομίζουμε.
Ένα από τα πράγματα που υπάρχουν στον πυρήνα του έργου είναι το μέλλον, η νέα αρχή, αλλά συμπεριλαμβάνοντας το τέλος ως προϋπόθεση, ως μετάβαση. Πάντα με φόβιζε το μέλλον. Και όχι θεωρητικά, αλλά πολύ πρακτικά: τι θα γίνει στην προσωπική μου ζωή, στην επαγγελματική, στη συναισθηματική, στη σχέση μου με τον κόσμο. Το μέλλον κουβαλά μια φυσική τάση προς την ανησυχία, όπως το παρελθόν φέρει συνήθως μια λύπη. Αυτά τα δύο άκρα, το πριν και το μετά, με αποσπούν από το μόνο που μπορώ στ’ αλήθεια να βιώσω: το τώρα. Δεν είναι ότι μου δίνει δύναμη το παρόν, αλλά καταλαβαίνω πλέον ότι εκεί, στο παρόν, χάνει τη δύναμή του ο φόβος. Όταν είμαι σε επαφή με το τι γίνεται αυτή τη στιγμή, ο φόβος μικραίνει. Ίσως όχι γιατί τον ξεπερνάω, αλλά γιατί απλώς δεν υπάρχει χώρος για να τον ακούω. Με το τέλος, αντιθέτως, έχω αποκτήσει μια ειρηνική σχέση. Είναι η μόνη αντικειμενική αλήθεια που μπορώ να δεχτώ ότι υπάρχει. Με ησυχάζει. Ένας φίλος μού έλεγε ότι δεν μπορεί να συλλάβει την έννοια της ανυπαρξίας, πώς είναι να μην υπάρχει τίποτα. Κι εγώ του απαντούσα ότι για εμένα αυτό είναι απελευθερωτικό. Δεν το λέω απαισιόδοξα. Αλλά νιώθω μια ησυχία στη σκέψη ότι όλα κάποτε τελειώνουν. Ίσως γιατί έχουν τελειώσει πολλά πράγματα στη ζωή μου. Και κάθε τέλος, όσο επώδυνο κι αν είναι ή αφορά κάτι κακό, φέρνει πάντα μαζί του ένα πένθος, αλλά και μια αρχή. Μου παίρνει λίγο χρόνο κάθε φορά να το θυμηθώ, αλλά πάντα το θυμάμαι: δεν υπάρχει μόνο το "τελειώνει". Υπάρχει το "τελειώνει-αρχίζει". Μαζί. Είναι τελ-αρχή. Και νομίζω ότι εμείς οι άνθρωποι δεν γινόταν να το δούμε αλλιώς. Αλλά ας κοιτάξουμε τη φύση: δεν υπάρχει στ' αλήθεια τέλος, αλλά μετάβαση. Και έτσι πρέπει να το βλέπουμε. Απλώς η μετάβαση δεν έχει πια τον χώρο που της αξίζει. Την προσπερνάμε, ζούμε βιαστικά. Εγώ όμως την παρατηρώ στα φυτά και στα λουλούδια. Κόβεις ένα κλαδί και θες να ξεπεταχτεί κάτι καινούριο. Και περιμένεις. Αλλά στην πραγματικότητα, κλαδεύοντας, το καινούριο έχει ήδη αρχίσει.

Αυτό ακούγεται σαν μια ιεροτελεστία, μια τελετή. Ο σκηνοθέτης σας, ο Άρης Μπινιάρης, έχει μια τέτοια αίσθηση στις παραστάσεις του. Ναι. Για να περάσουμε από μια φάση σε μια άλλη, χρειαζόμαστε μια ιεροτελεστία, αν και η λέξη ίσως ακούγεται βαριά. Ας την πούμε "διαδικασία". Μια εσωτερική προετοιμασία για να μπορέσει κανείς να φύγει από τη νύχτα και να πάει στην ημέρα. Να αντιμετωπίσει, δηλαδή, το καινούριο. Η δημιουργία μιας παράστασης είναι από μόνη της μια τέτοια ιεροτελεστία. Ο σκηνοθέτης καλείται να ενώσει τους ανθρώπους, να τους φέρει σε κοινό παλμό. Θυμάμαι ότι τραγουδούσαμε πολυφωνικά, κάναμε χορό, τραγουδούσαμε μαζί, όλα αυτά για να ενωθεί ο θίασος, να γίνει σώμα. Αυτό είναι πυρηνικό κομμάτι της διαδικασίας για τον Άρη Μπινιάρη και φαίνεται και στη δραματουργία του. Υπάρχει πάντα μια μετατόπιση στους χαρακτήρες. Κάτι που τους μετακινεί για να φτάσουν σε ένα αποτέλεσμα που δεν είναι πάντα λογικό, είναι σχεδόν σατανικά ακριβές. Μια τέτοια διαδικασία ακολουθώ και στην καθημερινότητά μου. Θα έλεγα ότι κάνω μια προσωπική επανάληψη: σηκώνομαι κάθε μέρα και κάνω όλες τις επαναλήψεις για να πετύχω την τέλεια μέρα. Δεν πιάνει πάντα. Η ιεροτελεστία μπορεί να γίνει, αλλά το αποτέλεσμα να μην είναι αυτό που φαντάζεσαι. Αυτό μπορεί να συμβεί και στην τέχνη και στη ζωή. Ο καθένας μας, πιστεύω, έχει τις δικές του μικρές ιεροτελεστίες. Δεν είναι απαραίτητα πομπώδεις, θρησκευτικές ή αρχέτυπες. Δεν χρειάζεται να είναι. Αλλά όλοι, με κάποιον τρόπο, έχουμε μια διαδικασία μύησης στο καινούριο, στο άγνωστο, στο πέρασμα. Και αυτή θέλει χώρο και χρόνο. Η κοινωνία αυτό τον χώρο και τον χρόνο δεν τον δίνει.
Η παράσταση τελειώνει με τη λέξη "ανάσα". Ναι, ισχύει. Αλλά δεν υπήρχε, προέκυψε. Ακούγεται αυτή η λέξη, σχεδόν ακούγεται και ο ήχος της και ξαφνικά είναι να σαν πετάγεται ένα μπαλάκι στο κοινό. Το λέω και συγκινούμαι. Εκείνη τη στιγμή είναι σαν να ανασαίνει μαζί όλο το θέατρο. Μοιραζόμαστε εκείνη την ώρα όλοι κάτι. Ανασαίνουμε.
Μετά θα πάρετε μια ανάσα και θα βρεθείτε στο Τέλος του Παιχνιδιού του Samuel Beckett με τον Μάκη Παπαδημητρίου. Ακριβώς. Μια συνάντηση που την περιμένω πώς και πώς. Με έναν άνθρωπο που —δεν φοβάμαι να το πω— θεωρώ ίσως τον καλύτερο ηθοποιό που έχω γνωρίσει. Πέρα από την τεράστια αγάπη και εκτίμηση που του έχω, υπάρχει μια βαθιά επικοινωνία μεταξύ μας. Το έργο μιλάει για το τέλος. Δύο άνθρωποι που ζουν μέσα σε ένα καταφύγιο επαναλαμβάνουν μια λούπα καθημερινότητας. Μια ιεροτελεστία μαύρου χιούμορ. Δεν ξέρουμε τι έχει συμβεί έξω, αλλά μάλλον κάτι δυστοπικό. Ίσως είναι οι μόνοι επιζώντες μιας μαζικής καταστροφής. Κι όμως συνεχίζουν. Αυτό που με συγκινεί σ' αυτό το έργο και με ενδιαφέρει να το ανακαλύψουμε μαζί με τον Μάκη και όλους τους συντελεστές είναι η ίδια η έννοια του τέλους. Τι σημαίνει "τέλος" για τον καθένα μας; Το έργο λέγεται Endgame στα αγγλικά, αλλά δεν σημαίνει απλώς "τέλος παιχνιδιού". Είναι η τελική παρτίδα. Η τελευταία φάση μιας σκακιστικής αναμέτρησης. Δεν είναι το τέλος, είναι η διαδικασία προς το τέλος. Τι μένει όταν τελειώνει το παιχνίδι;
Όλα μοιάζουν να δένουν γλυκά. Το τέλος, μια νέα αρχή, οι ιεροτελεστίες, σαν να κουμπώνουν αυτά που έχετε κάνει όλα αυτά τα χρόνια. Ναι. Αν το παρατηρήσει κανείς, πολλές παραστάσεις έχουν να κάνουν με κάτι που έχει συμβεί ή που θα συμβεί. Στο Mute, για παράδειγμα, είχα έναν ρόλο σχετικά με τον εγκλεισμό. Και λίγο αργότερα ήρθε ο συλλογικός εγκλεισμός μας με την πανδημία. Κάτι πιάνουμε όλοι μας στον αέρα, σαν να δουλεύει μια συλλογική συνείδηση, όχι συνειδητά, αλλά ουσιαστικά. Και μετά, τα έργα πέφτουν πάνω μας. Συμπίπτουν με καταστάσεις, εσωτερικές και εξωτερικές. Μια νέα αρχή. Ένα τέλος. Το τέλος ενός παιχνιδιού. Και όλα κουμπώνουν με έναν τρόπο παράξενο, ανατριχιαστικό καμιά φορά, αλλά και βαθιά ανακουφιστικό. Δεν είμαι άνθρωπος του "γιούχου", δεν το βλέπω ρομαντικά ή μεταφυσικά. Αλλά πιστεύω πως υπάρχει μια μορφή σύνδεσης, όχι ορατή. Λένε ότι τα δέντρα είναι ενωμένα κάτω από τη γη, μέσα από τις ρίζες τους. Εκεί είναι ο "εγκέφαλός" τους. Εκεί χτυπάει η καρδιά τους. Εμείς βλέπουμε μόνο τους κορμούς. Έτσι είναι και με τα μυαλά των ανθρώπων. Μπορεί να είναι αλλού, σε απόσταση, αλλά είναι συνδεδεμένα. Κάτι κυκλοφορεί. Κάτι φτάνει. Με συγκλονίζει που έχουν γραφτεί ίδιες φιλοσοφίες, την ίδια στιγμή, σε άκρες του κόσμου που δεν είχαν μεταξύ τους επικοινωνία. Η πληροφορία περνάει σε όλους, ίσως με καθυστέρηση, ίσως ασυνείδητα, αλλά περνάει. Και έχει αξία να το παρατηρούμε αυτό. Να το αφουγκραζόμαστε.

Αν υποθέσουμε ότι κάτι πρέπει να τελειώσει, τι θα θέλατε να είναι αυτό; Ο φόβος. Αν και σε μικρή ποσότητα ίσως είναι απαραίτητος, θα ήθελα να σταματήσει αυτός ο φόβος που με κρατάει κολλημένο ταυτόχρονα στο "πίσω" και στο "μπροστά". Να υπάρξει ένα λίγο πιο ισχυρό παρόν. Και αυτό θέλει πολλή δουλειά για να εγκαθιδρυθεί. Γιατί η φυσική του τάση είναι να μην υπάρχει, κι εμείς έχουμε την ευκολία να πιστεύουμε ότι μας το ακυρώνουν, ακόμα κι αν συμβαίνει. Αλλά κάπως θα το βρούμε. Τίποτα δεν αλλάζει μέσα σε μια μέρα. Ας προσπαθήσουμε όλοι λίγο. Πιστεύω ότι πάμε προς το καλύτερο. Δεν φαίνεται ακόμα, αλλά πάμε.
Τα δικά σας σχέδια όμως δεν τελειώνουν. Αυτό τον καιρό ετοιμάζω και μια σειρά. Λέγεται Camping, η νέα εκδοχή μιας κυπριακής παραγωγής. Ένα θρίλερ-κωμωδία, με τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο και ένα πολύ ωραίο, μεγάλο καστ. Θα ξεκινήσουμε γυρίσματα το φθινόπωρο και θα προβληθεί το 2026 στο MEGA.

Επιστρέφοντας στους Όρνιθες και τα πουλιά, πού αλλού θα θέλατε να πετάξετε αν είχατε τώρα ένα ζευγάρι φτερά; Στην κυριολεξία; Θα ήθελα δυο φτερά για να πετάξω στην Ιρλανδία, σε έναν φάρο, και να μείνω για λίγο εκεί. Αυτό είναι ένα από τα όνειρά μου. Κι αν το δούμε πιο συμβολικά, θα πεταγόμουν σε ένα cozy σπίτι, Χριστούγεννα, με φλοκάτες, ανεμελιά, κάπου που να μη με νοιάζει τίποτα. Να σταματήσει να υπάρχει αυτό το "ουφ". Να μπορώ να πω "αχ, κοίτα, γίνεται και χωρίς αναστεναγμό".
Το Τέλος του Παιχνιδιού θα κάνει πρεμιέρα το φθινόπωρο στο Θέατρο Ιλίσια.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ: THANASSIS KRIKIS / 10AM
STYLING: ΒΙΒΙΑΝ ΡΟΥΒΕΛΑ
GROOMING: ENEZ MANAV / BEEHIVE ARTISTS
ΒΟΗΘΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΥ: ΕΛΛΗ ΜΠΑΛΑΤΣΟΥΡΑ, ΗΛΕΚΤΡΑ ΑΝΙΤΣΗ-ΣΤΕΦΑΝΑΚΗ